Η χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα (θυρεοειδεκτομή) αφορά στην αφαίρεση του συνόλου ή τμήματος αυτού.
Διενεργείται για πολλούς λόγους, όπως:
- Για την αντιμετώπιση καρκίνου του θυρεοειδούς
- Για την αφαίρεση όζων ή κύστεων
- Για την αφαίρεση ευμεγέθους θυρεοειδούς (βρογχοκήλης), για αισθητικούς λόγους ή λόγω αναπνευστικών προβλημάτων ή δυσκαταποσίας
- Για αντιμετώπιση υπερθυρεοειδισμού (νόσος Graves)
Τύποι θυρεοειδεκτομής:
- Ολική
- Υφολική
- Μερική-Λοβεκτομή, ισθμεκτομή
Το είδος της επέμβασης που θα γίνει εξαρτάται από την ένδειξη για αυτή. Συνήθως σε μεγάλους αδένες, υπερθυρεοειδισμό ή κακοήθεια έχει θέση η ολική θυρεοειδεκτομή, ενώ σε μικρούς μη επιθετικούς μονήρεις όγκους ή όζους μπορεί να συζητηθεί το ενδεχόμενο μερικής θυρεοειδεκτομής. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται μέσα από συζήτηση για τα υπέρ και κατά, και συνεργασία τόσο με τον ασθενή όσο και με τον ενδοκρινολόγο.
Η επέμβαση προϋποθέτει ότι η ορμονική λειτουργία του αδένα βρίσκεται εντός φυσιολογικών ορίων-σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να προηγηθεί η ρύθμισή τους σε συνεργασία με τον ενδοκρινολόγο, ώστε ο ασθενής να είναι ευθυρεοειδικός.
Επιπλέον προαπαιτούμενα για την επέμβαση είναι:
- Πλήρες ιστορικό και κλινική εξέταση
- Υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και τραχήλου-χαρτογράφηση
- Παρακέντηση δια λεπτής βελόνης (FNA)-σε συγκεκριμένες περιπτώσεις
- Λαρυγγοσκόπηση
- Προεγχειρητικός έλεγχος (αιματολογικές εξετάσεις, ΗΚΓ και καρδιολογική εκτίμηση, ακτινογραφία θώρακος, αναισθησιολογική εκτίμηση)
Η γενική αναισθησία και η παραμονή στο νοσοκομείο για ένα έως δύο βράδια αποτελούν τη συνήθη πρακτική. Αν και υπάρχει η τάση για διενέργεια του χειρουργείου χωρίς διανυκτέρευση, αυτή η επιλογή δεν έχει ακόμα κατοχυρωθεί ως ασφαλής και δεν αποτελεί ρουτίνα, λόγω των πιθανών επιπλοκών.
Συνήθως η επέμβαση διαρκεί δύο ώρες και στο τραύμα τοποθετείται μία παροχέτευση για την αποφυγή αιματώματος, που αφαιρείται την επομένη το πρωί.
Εφόσον οι μετεγχειρητικές τιμές ασβεστίου ορού είναι καλές, ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του και συνιστάται ήπια δραστηριότητα για τις επόμενες ημέρες.
Τα συνήθη άμεσα μετεγχειρητικά ενοχλήματα περιλαμβάνουν:
- Ήπιο πόνο κατά την κατάποση
- Ήπιο πόνο στην περιοχή της τομής
- Ήπια ενόχληση στον αυχένα
Στον ασθενή χορηγείται μετεγχειρητικά θυρεοειδική ορμόνη μέχρι την οριστική απάντηση της ιστολογικής εξέτασης, ενώ δεν απαιτείται συνήθως άλλη φαρμακευτική αγωγή. Η αφαίρεση των ραμμάτων ολοκληρώνεται εντός πενθημέρου.
Πιθανές επιπλοκές από την επέμβαση περιλαμβάνουν:
- Λοίμωξη
- Αιμορραγία
- Δημιουργία αιματώματος
- Κάκωση νεύρων, με παροδική ή μόνιμη βραχνάδα
- Κάκωση παραθυρεοειδών αδένων, με παροδική ή μόνιμη υπασβεστιαιμία
Οι δύο τελευταίες-και σοβαρότερες-προλαμβάνονται και αποφεύγονται με την κατάλληλη χειρουργική τεχνική, αλλά και με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Η πρώτη χάρις στη δυνατότητα διεγχειρητικής παρακολούθησης της λειτουργίας των νεύρων (intraoperative nerve monitoring-NIM), και η δεύτερη χάρις στη δυνατότητα διεγχειρητικής ανίχνευσης των παραθυρεοειδών αδένων με χρήση υπέρυθρου αυτοφθορισμού (near-infrared autofluorecence-NIR).
Σε περίπτωση γνωστής προϋπάρχουσας κακοήθειας, η επέμβαση συνδυάζεται με τον κατάλληλο λεμφαδενικό καθαρισμό του τραχήλου (αφαίρεση λεμφαδένων). Σε αυτές τις περιπτώσεις, και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ιστολογικής εξέτασης, μπορεί να ακολουθήσει συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.