Τους τελευταίους σχεδόν 5 μήνες, ο πλανήτης μας πλήττεται από μία καινούργια πανδημία. Ο κορωνοϊός SARS-COV-2, ένα καινούργιο στέλεχος της γνωστής ήδη, από προηγηθείσες επιδημίες, ομάδας των κορωνοϊών, μπήκε στη ζωή όλων μας, απειλώντας την παγκόσμια υγεία, προκαλώντας νόσηση σε εκατομμύρια συνανθρώπους μας, οδηγώντας στο θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες, και επιφέροντας πρωτόγνωρες αλλαγές στην καθημερινότητα του μεγαλύτερου μέρους των κατοίκων της γης.
Τα δημόσια συστήματα υγείας βρέθηκαν στο προσκήνιο και ανέλαβαν το επώδυνο φορτίο της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης που προέκυψε, και της οποίας το μέλλον είναι ακόμα - σε μεγάλο βαθμό – άδηλο, αφού ο εισβολέας αυτός μας ήταν άγνωστος μέχρι πρότινος, και η συλλογή των επιστημονικών δεδομένων γι’ αυτόν, που θα μας οδηγήσουν στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του, γίνεται σταδιακά, μέρα με την ημέρα.
Αν και την προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της λοίμωξης από τον ιό, που ονομάστηκε COVID-19 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, έχουν οι ειδικότητες της Παθολογίας, της Πνευμονολογίας, της Λοιμωξιολογίας και της Εντατικολογίας, όλοι οι υγειονομικοί των λοιπών ειδικοτήτων εμπλέκονται σε άλλοτε άλλο βαθμό.
Η Ωτορινολαρυγγολογία, της οποίας το αντικείμενο είναι η διάγνωση και αντιμετώπιση παθήσεων του συνόλου σχεδόν των οργάνων που φιλοξενεί η κεφαλή και ο τράχηλος και του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, είναι ωστόσο η πιο άμεσα εμπλεκόμενη ειδικότητα, μετά από εκείνες της πρώτης γραμμής.
Ως γνωστόν, τα κύρια συμπτώματα της λοίμωξης από κορωνοϊό είναι ο πυρετός (44-98%), ο βήχας (46-82%) και η αναπνευστική δυσχέρεια (31%), αλλά, καθώς συλλέγονται όλο και περισσότερα δεδομένα με την πάροδο του χρόνου, έχει διαπιστωθεί ότι αυτή μπορεί να προκαλέσει και:
Είναι προφανές, ότι τα περισσότερα από αυτά τα συμπτώματα αφορούν το λεγόμενο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, είναι εξαιρετικά συνήθη σε όλες τις κοινές λοιμώξεις, αλλά και σε αλλεργικές καταστάσεις, και δεν είναι «ειδικά». Επιπλέον συνιστούν κάποιους από τους συχνότερους λόγους που μας οδηγούσαν ανέκαθεν σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας, και συγκεκριμένα από Ωτορινολαρυγγολόγο, ούτως ή άλλως.
Αυτό μπορεί να προκαλέσει μεγάλο άγχος και ανησυχία στους πολίτες, που πολύ συχνά εμφανίζουν τέτοια συμπτώματα, για την (μικρή) πιθανότητα αυτά να συνδέονται με τον ιό. Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι υπόλοιποι μικροοργανισμοί εξακολουθούν να υπάρχουν και να προκαλούν ασθένειες, με πρώτη την εποχιακή γρίπη, παρά την στατιστική κυριαρχία του κορωνοϊού αυτή την εποχή. Κατά συνέπεια, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη για διάγνωση και διαφορική διάγνωση των ποικίλων ιογενών λοιμώξεων από τον COVID-19, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο με βάση αποκλειστικά την κλινική εικόνα. Ιδανικά, η δυνατότητα εργαστηριακού ελέγχου για COVID 19 στο σύνολο του πληθυσμού, θα μας προσέφερε λύση σε αυτό το πρόβλημα. Δυστυχώς, η διαθεσιμότητα των ειδικών τεστ είναι τέτοια που επιβάλει την επιλογή των προς εξέταση ατόμων, με βάση συγκεκριμένα και αυστηρά κριτήρια επί του παρόντος. Οπότε, το πρόβλημα παραμένει.
Στο σημείο αυτό φαίνεται πως η συνδρομή του Ωτορινολαρυγγολόγου μπορεί να είναι πολύτιμη, τόσο στο να ανιχνεύσει ύποπτους για τη νόσο ασθενείς και να επιλέξει ποιους θα πρέπει να παραπέμψει για τον περαιτέρω απαιτούμενο έλεγχο, όσο και στο να συνδράμει όσους νοσούν από διαφορετικής αιτιολογίας λοιμώξεις, αφού δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι στην πλειονότητα των περιστατικών (πάνω από το 80%) η νόσηση από τον SARS-COV-2 είναι ήπια και μοιάζει με μια οποιαδήποτε άλλη ιογενή λοίμωξη. Αυτό σε πρώτη φάση με βάση το ιστορικό του ασθενούς μέσα από τηλεφωνική επικοινωνία, και εφόσον κρίνεται απαραίτητο μετά από κλινική εξέταση, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Και πάντα βεβαίως λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέσα προστασίας, δεδομένου ότι η πλήρης Ωτορινολαρυγγολογική εξέταση αποτελεί διαδικασία υψηλού κινδύνου, αφού φέρνει σε πολύ στενή επαφή τον ασθενή με το γιατρό. Για το λόγο αυτό συμβουλευόμαστε τον ειδικό γιατρό, που θα μας καθοδηγήσει κατάλληλα. Σε κάθε περίπτωση, δεν χρειάζεται φόβος και πανικός, αλλά εμπιστοσύνη και ψυχραιμία.
Πολλές αναφορές υπάρχουν στην επιστημονική κοινότητα, και κατ’ επέκταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για τη σχέση της ανοσμίας (πλήρης ή μερική διαταραχή της όσφρησης) αλλά και διαταραχών γεύσης, με τη λοίμωξη από τον κορωνοϊό. Παρόλο που είναι αρκετά νωρίς για να υπάρχουν επιβεβαιωμένες και έγκυρες μελέτες γύρω από το αντικείμενο, οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι η ανοσμία εμπλέκεται σε σημαντικό βαθμό, αλλά και με ιδιαίτερο τρόπο, στη λοίμωξη.
Αρχικώς, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η ανοσμία δεν είναι σπάνιο σύμπτωμα στις ιογενείς λοιμώξεις γενικότερα, και μάλιστα αυτές φαίνεται πως ευθύνονται για το 1/3 περίπου των περιστατικών ανοσμίας. Καθώς περισσότεροι από 200 ιοί μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στην όσφρηση, τόσο κατά τη διάρκεια της νόσησης, όσο και μετά το πέρας αυτής. Ειδικότερα, οι κορωνοϊοί είναι υπεύθυνοι για το 10-15% των μεταλοιμωδών ανοσμιών ούτως ή άλλως.
Πράγματι, από τις αναφορές χωρών όπως η Γερμανία, η Κορέα ή η Κίνα, προκύπτει ότι μεγάλο ποσοστό των ασθενών με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 (που φθάνει έως και το 60%) εμφανίζουν και ανοσμία, μεταξύ των άλλων συμπτωμάτων.
Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, υπάρχουν αναφορές παγκοσμίως, για μεγάλη –και ασυνήθιστη- αύξηση των περιστατικών ασθενών με ανοσμία, χωρίς άλλα συμπτώματα, σε αντίθεση με τις διαταραχές στην όσφρηση από άλλους λοιμογόνους παράγοντες, όπου συνυπάρχει συνήθως μπούκωμα ή καταρροή. Μεγάλο ποσοστό των ασθενών αυτών αποδεικνύονται θετικοί στον SARS-CoV-2 ιό, και φαίνεται πως πολλοί από αυτούς είτε θα νοσήσουν αργότερα, είτε παραμένουν ασυμπτωματικοί, αν και φορείς της νόσου, με δυνατότητα όμως διασποράς αυτής.
Οι επίσημοι επιστημονικοί φορείς της ειδικότητας στο εξωτερικό, όπως η Αμερικανική Ακαδημία Ωτορινολαρυγγολογίας-Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου (AAO-HNS), η αντίστοιχη Βρεττανική Εταιρεία (ENT-UK), αλλά και η Ευρωπαϊκή Ρινολογική Εταιρεία (ERS), φιλοξενούν ήδη στις ιστοσελίδες τους πληροφορίες και κατευθυντήριες οδηγίες γύρω από αυτό το θέμα, ενώ παράλληλα δημιούργησαν πλατφόρμες συλλογής δεδομένων ανά την υφήλιο, με σκοπό την επεξεργασία και αντικειμενική αξιολόγησή τους, ώστε να προκύψουν έγκυρα συμπεράσματα.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι στη χώρα μας, η ΩΡΛ Κλινική του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχει σε μία από τις διεθνείς έρευνες με μορφή ερωτηματολογίου απώλειας όσφρησης για το κοινό, που αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών σχετικά με την επίπτωση και το συσχετισμό των διαταραχών της όσφρησης και της γεύσης με τη νόσο COVID-19. Για όποιον ενδιαφέρεται, ο σύνδεσμος είναι https://gcchemosensr.org/surveys/el/
Από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μελέτης της AAO-HNS που βρίσκονται αυτή τη στιγμή προς δημοσίευση, προκύπτει ότι το 73% των COVID-19 θετικών ασθενών εμφάνιζαν ανοσμία πριν διαγνωσθούν ως θετικοί, και στο 26,6% αυτών η ανοσμία ήταν το αρχικό σύμπτωμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η ανοσμία μπορεί να είναι κριτικής σημασίας για την έγκαιρη ανίχνευση ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον SARS-COV-2 και τα οποία μπορεί εν αγνοία τους να μεταδίδουν τη νόσο», να ανήκουν δηλαδή στην κατηγορία των ασυμπτωματικών κατά τα λοιπά, φορέων της νόσου.
Στο ίδιο πλαίσιο φαίνεται ότι κινείται και η εκτίμηση άλλων ερευνητών. Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο International Forum of Allergy and Rhinology, οι ερευνητές αναφέρουν ότι « με βάση τη μελέτη μας, αν κάποιος εμφανίζει απώλεια όσφρησης και γεύσης έχει 10 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να έχει μολυνθεί από τον SARS-CoV-2, παρά από κάποιο άλλο ιό». Επιπρόσθετα, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα από μία εφαρμογή ανίχνευσης συμπτωμάτων της νόσου για smartphones, που δημιούργησαν σε συνεργασία το Γενικό Νοσοκομείο της Μασσαχουσέτης στη Βοστώνη με το King's College στο Λονδίνο και αφορά σε 2,5 εκατομμύρια άτομα, «η απώλεια όσφρησης και γεύσης, αν συνδυαστεί με τα άλλα συμπτώματα, συνεπάγεται τριπλάσια πιθανότητα νόσησης COVID-19.
Με βάση τα παραπάνω, η επίσημη σύσταση των Εταιρειών είναι πως πρόσφατης έναρξης διαταραχή στην όσφρηση, που δεν συνδέεται με τραύμα στο κεφάλι ή ρινική απόφραξη άλλης αιτιολογίας (πχ, ρινικοί πολύποδες ή όγκοι), θα πρέπει να θεωρείται και να αξιολογείται ως ύποπτη για μόλυνση από τον κορωνοϊό, ιδιαίτερα αν δεν συνοδεύεται από άλλα στοιχεία λοίμωξης. Στην περίπτωση αυτή η σύσταση είναι η εθελοντική απομόνωση του ασθενούς για 7 ημέρες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) έχει ήδη συμπεριλάβει την πρόσφατη απώλεια όσφρησης και γεύσης στη λίστα των ύποπτων συμπτωμάτων, στις οδηγίες του προς το κοινό.
Αν επιβεβαιωθεί και αποδειχθεί πλήρως επιστημονικά η συσχέτιση του συμπτώματος αυτού με την λεγόμενη «ασυμπτωματική φορία» του ιού, θα μπορούσε ο έλεγχος των ατόμων που το εμφανίζουν να αποτελεί ένα εξαιρετικό screening test, για την ανίχνευση όχι μόνο των πιθανών επικείμενων κρουσμάτων, αλλά και των ασυμπτωματικών φορέων που αποτελούν πηγές μετάδοσης του ιού. Κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στον έγκαιρο περιορισμό τους και την ιχνηλάτηση των επαφών τους, ώστε να ελεγχθεί ακόμη πιο αποτελεσματικά η διασπορά του ιού στην κοινότητα, προσφέροντάς μας ένα σημαντικό όπλο στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στον έλεγχό της σε βάθος χρόνου. Ισως τελικά, ο ιός να μπορέσει να «πιαστεί από τη μύτη»…